στοναχῇσι

στοναχῇσι
στοναχέω
groan
pres subj act 3rd sg (epic)
στοναχή
groaning
fem dat pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ερέχθω — ἐρέχθω (Α) 1. σχίζω, διασχίζω, διαρρηγνύω, σπάζω 2. σπαράζω, κατασπαράζω («δάκρυσι και στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων» αυτός που σπαράζει από δάκρυα και στεναγμούς και πόνους, Ομ. Οδ.) 3. παθ. ἐρέχθομαι φέρομαι εδώ κι εκεί, κτυπιέμαι απ’ τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”